Του Ιωσήφ Παπαδόπουλου.
Ο αρχικός στόχος, στο ταξίδι αυτό, ήταν τα σκάφη που θα έπαιρναν μέρος να μην υπερβούν τα πέντε. Πολλά μίλια, πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες, μεγάλα έξοδα, αυξημένες οι πιθανότητες για ζημιές και παρατράγουδα. Στην πορεία, όμως, το ενδιαφέρον για συμμετοχή αυξήθηκε και έτσι τα σκάφη έφτασαν αισίως τα δέκα. Πώς να αρνηθείς σε αγαπητά και ικανά μέλη να λάβουν μέρος; Στην τελευταία συγκέντρωση κυβερνητών, τρεις μόλις ημέρες πριν από την προκαθορισμένη ημερομηνία απόπλου, τα πράγματα ξεκαθάρισαν. Σε άλλους έτυχαν απρόβλεπτες καταστάσεις, άλλοι δεν βρήκαν συγκυβερνήτη να μοιραστούν τις εμπειρίες και τα μεγάλα έξοδα του ταξιδιού, και πάει λέγοντας. Εξι λοιπόν τελικώς κυβερνήτες και τα πληρώματά τους έδωσαν το παρόν στη συγκέντρωση της «Υδρούσσας». Ο Γιώργος Δραγάτης με το καινούργιο του απόκτημα, ένα Solemar 7.40, κινητήρα Ficht 225, συγκυβερνήτη τον Μάκη Μανουσιάδη και πλήρωμα τη σχεδόν «πρωτόμπαρκη» Κέλλη Ευαγγελία, ο Γρηγόρης Οικονόμου, με το καινούργιο του Top Line 29΄, κινητήρα Suzuki 250 και συγκυβερνήτη τον Παντελή Περιστέρη, ο Τάκης Χαραλαμπόπουλος με Scorpion 7.80, κινητήρα Mercury Optimax 225 και συγκυβερνήτη το Σπύρο Σωτηρόπουλο, ο Νίκος Κονιτσιώτης με Mostro 6.10, κινητήρα Yamaha 200 hpdi και συγκυβερνήτη το Στέλιο Μιχαλόπουλο, o Νίκος Γλαρίδης με Cobra 8.50, κινητήρα Mercruiser 250 diesel και πλήρωμα τους Γιώργο και Γιώργο Αναστόπουλο (ξαδέλφια) και Χρήστο Αναστόπουλο (αδελφός του πρώτου), και ο Ιωσήφ Παπαδόπουλος με το νέο Apache 26΄, κινητήρες 2Χ140 Johnson, πλήρωμα τη σύζυγό του Αννα και συγκυβερνήτη τον Μπάμπη Κωνσταντάτο, συνεργάτη του περιοδικού «Thalassa».
Το πρωί της Παρασκευής 13 Μαίου οι Νίκος Κονιτσιώτης, Γρηγόρης Οικονόμου, Γιώργος Δραγάτης και Ιωσήφ Παπαδόπουλος έδεναν στην προβλήτα του ξενοδοχείου «Καλυψώ» στην Ανάβυσσο για τις τελευταίες ετοιμασίες πριν από τον απόπλου. Αυτοκόλλητα στα σκάφη με το μήνυμα της Αποστολής «Η θάλασσά μας, ενώνει» και στα τουρκικά «Deniz bizleri bagliyor», ενεργοποίηση του vhf, σημαίες, χάρτες, gps, αντιηλιακά, κράνη, αδιάβροχος ρουχισμός, όλα σε επιφυλακή, μιας και η πρόβλεψη της Ε.Μ.Υ. δεν ήταν και η καλύτερη. Ανεμοι 5-6 μπωφόρ από βόρειες διευθύνσεις. Και ήταν ακριβώς έτσι!
Λίγο έξω από το Λαύριο στην ομάδα των τεσσάρων σκαφών προστέθηκε και το Scorpion του Χαραλαμπόπουλου, ενώ το Cobra του Γλαρίδη, θα μας συναντούσε το ίδιο βράδυ στον Αη Στράτη, μιας και ο ελλιμενισμός του σκάφους αυτού στο ύψος της Χαλκίδας, επέτρεπε στο Νίκο να ακολουθήσει εναλλακτική πορεία και να φτάσει στον Αη Στράτη μέσω Σποράδων. Οσο για μας; Αρχίσαμε την… Κύρου ανάβαση! Πώς αλλοιώς να χαρακτηρίσει κανείς το αγκομαχητό σκαφών και κινητήρων να ανέβουν τα λίγα μίλια που χωρίζουν τη Μακρόνησο από τον Κάβο Μαντήλι, με εκείνο το εκνευριστικό κοντό κυματισμό του Νοτίου Ευβοϊκού που χόρευε στο ρυθμό ενός πεντάρη Μαίστρου, που εξάριζε κατά βούλησιν; Ο Δραγάτης φάνηκε πως αντιμετώπιζε από την αρχή προβλήματα με το Solemar, ενώ ο Κονιτσιώτης κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να κρατήσει τις αποστάσεις με το Mostro (τα πράγματα βελτιώθηκαν βεβαίως στη συνέχεια, όταν ο Νίκος ανακάλυψε τη σωστή θέση των flaps). Λίγο πριν τον Κάβο Μαντήλι ο κυματισμός έπεσε και ο Δραγάτης «πήρε τα πάνω» του. Οταν όμως σταματήσαμε όλοι για ένα καφέ, λίγο πριν τον Καφηρέα και την τελική έξοδο στο ανοικτό πέλαγος, η πρώτη δυσάρεστη διαπίστωση έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Μια από τις βίδες της Ficht του Solemar είχε χάσει το παξιμάδι της, ενώ ο καθρέφτης του σκάφους δεν είχε και την καλύτερη εμφάνιση! Απεφασίσθη ο Οικονόμου με το Top Line να συνοδεύσει τον Δραγάτη μέχρι την Κάρυστο, προκειμένου να επισκευαστεί η ζημιά του Solemar, και τα υπόλοιπα σκάφη να συνεχίσουν για τον Αη Στράτη. Ετσι και έγινε. Εύκολα ή δύσκολα τα άλλα τρία σκάφη έδεσαν μετά από τρισήμισυ ώρες στο λιμάνι της Σκύρου για μια ανάσα και ανεφοδιασμό σε καύσιμα. Τα μαντάτα από την Κάρυστο, εν τω μεταξύ, δεν ήταν ευχάριστα. Κάναμε μια μικρή σύσκεψη και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, τηρώντας το πρόγραμμα της Αποστολής που προέβλεπε διανυκτέρευση στον Αη Στράτη. Τα μίλια μπροστά μας ήταν πολλά, οι μέρες μετρημένες, έτσι οι εναλλακτικές που είχαμε ήταν και αυτές περιορισμένες. Με την ελπίδα ότι ο Οικονόμου και ο Δραγάτης θα έφταναν τουλάχιστον στη Σκύρο το ίδιο βράδυ, με σκοπό να μας προλάβουν στη Μύρινα το πρωί του Σαββάτου, καταφέραμε να μπούμε στο λιμάνι του Αη Στράτη λίγο πριν σκοτεινιάσει. Εκπληξη ήταν η συνάντησή μας στην είσοδο του λιμανιού με το Cobra του Γλαρίδη, που έφτανε και αυτός εκείνη ακριβώς τη στιγμή! Ούτε ραντεβού να είχαμε!
Πάνω στο τραπέζι, τα αστεία και τα πειράγματα εναλάσσονταν με νυσταγμένα μάτια και καμένα από τον ήλιο και την αλμύρα πρόσωπα. Ο Πρόεδρος της Κοινότητας του Αη Στράτη Μπάμπης Μακρής ήταν μαζί μας και κέρασε τα ποτά. Φιλόξενος και εγκάρδιος, όπως πάντα άλλωστε. Τα νέα δεν άργησαν, εν τω μεταξύ, να φτάσουν από τα «μετόπισθεν». Ο Δραγάτης έφτασε με τα πολλά στη Σκύρο, τα μεσάνυκτα σχεδόν εκείνης της ημέρας, αλλά την άλλη μέρα εγκατέλειψε τελικώς το σκάφος του εκεί, επιβιβάστηκε μαζί με τη συνοδό του στο Top Line του Οικονόμου, που κατάφερε να μας φτάσει στη Μύρινα της Λήμνου το μεσημέρι του Σαββάτου, αφού πρώτα τρόμαξε να βάλει μπρος τη Suzuki στον Αη Στράτη εξ αιτίας της αποσύνδεσης μιας φίσας! Είχαν ήδη μείνει πέντε σκάφη για έξοδο από την Ελλάδα, αν μια εκκρεμότητα του Οικονόμου με μια απλήρωτη κλήση για… κράνος (!!!), δεν τον κρατούσε «αιχμάλωτο» επί δύο ημέρες στη Λήμνο! «Αιχμάλωτος» ενός απίστευτου Κράτους, που διϋλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλο. Ενός Κράτους που επιτρέπει σε μεγαλοαπατεώνες να μπαίνουν και να βγαίνουν από τη χώρα κατά βούλησιν, αλλά κρατάει «ομήρους» τους απλούς πολίτες επειδή δεν πλήρωσαν μια κλήση για παράβαση του Κ.Ο.Κ.!
Ετσι, ο Δραγάτης, έμελλε να αλλάξει για άλλη μια φορά σκάφος! Επιβιβάστηκε στο Apache του προέδρου, πλημμυρίζοντας ασφυκτικά τους χώρους της καμπίνας με τις αποσκευές του, και τα τέσσερα πλέον φουσκωτά κράτησαν ρότα για Τσανάκκαλε, όπου κατέπλευσαν στις 8.30 το βράδυ του Σαββάτου. Το πρόγραμμα είχε τηρηθεί ευλαβικά, παρά τις αντιξοότητες και τα προβλήματα, με κάποια βεβαίως καθυστέρηση, αφού η άφιξη στο Τσανάκκαλε προβλεπόταν να γίνει τρεις ώρες τουλάχιστον νωρίτερα. Η γραφειοκρατία όμως στο Τελωνείο της Μύρινας, που επισφραγίστηκε με την καταβολή τριάντα ευρώ, από κάθε κυβερνήτη, σε συνδυασμό με την αναμονή του πολυπόθητου fax από τη Γ.Α.Δ.Α. που θα «απελευθέρωνε» τον Οικονόμου (που όμως δεν έφτασε), υπήρξαν οι κύριες αιτίες της καθυστέρησης. Και μετά κατηγορούμε τους «οπισθοδρομικούς» Τούρκους! Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί ο «κακός μας ο καιρός» και κάποιο μικρό πρόβλημα με την τροφοδοσία καυσίμου στο σκάφος του Γλαρίδη, που όμως γρήγορα αποκαταστάθηκε από τον ίδιο, το πρωί της επομένης, λίγο πριν τον απόπλου μας για Κων/πολη.
Το βράδυ του Σαββάτου ήταν μακρύ για όλους, πλην του προέδρου, του Κονιτσιώτη και των πληρωμάτων τους, που διανυκτέρευσαν στα σκάφη. Οι υπόλοιποι, αφού ταλαιπωρήθηκαν μέχρι να βρουν κρεββάτι να κοιμηθούν (εκείνο το διήμερο συνέπεσε, κατά κακή μας τύχη, με μεγάλη τοπική γιορτή στο Τσανάκκαλε!), κοιμήθηκαν τελικώς στις 2.30 τα ξημερώματα, αφού, εκτός των άλλων, αναγκάστηκαν να συμπληρώσουν οι ίδιοι τα έντυπα του transit log για την είσοδο σκαφών και πληρωμάτων στην Τουρκία! Και όλα αυτά μολονότι είχαμε καταβάλει 100 ευρώ στον πράκτορα για κάθε σκάφος! (Για όλα φταίει ο… πρόεδρος!) Οι Τούρκοι δικαιολογούνται, πάντως, αφού αυτοί είναι οι πρώτοι διδάξαντες! Θα αλλάξει άραγε αυτό το θλιβερό καθεστώς αν και εφ όσον ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή οικογένεια; Ιδωμεν…
Το πρωί της Κυριακής βάλαμε πλώρη για το νησί Μάρμαρα, αφού πρώτα ο Γλαρίδης φουλάρισε τη δεξαμενή του Cobra με πετρέλαιο, σε απευθείας σύνδεση με τη δεξαμενή της μαρίνας, και πληρώσαμε από 19 ευρώ (30 νέες τουρκικές λίρες για το κάθε σκάφος) για λιμανιάτικα. Η μαρίνα του Τσανάκκαλε, αν και απέχει μακράν των υπολοίπων της Τουρκίας σε ασφάλεια, καθαριότητα και διευκολύνσεις, διαθέτει, πάντως, παροχή νερού, ηλεκτρικού, πετρέλαιο και τουαλέττες με ντουζιέρα! Καθόλου άσχημα!
Ο καιρός έμοιαζε εκείνο το πρωί να ακολουθεί τη συνταγή των δύο προηγούμενων ημερών που μας ταλαιπώρησαν στο Αιγαίο, όταν όμως περάσαμε τα στενά των Δαρδανελλίων και μπήκαμε στη θάλασσα του Μαρμαρά, όλα άλλαξαν. Ευτυχώς, γιατί δεν παύει το πέλαγος αυτό, με το άνοιγμα των 90 περ. ν.μιλίων, να αποτελεί δυσάρεστη εμπειρία για τους κυβερνήτες των μικρών σκαφών, όταν ο Αίολος και ο Ποσειδώνας δεν είναι στα κέφια τους. Με μια θάλασσα να γαληνεύει, όσο πλησιάζαμε στο νησί Μάρμαρα, και το κέφι όλων να βρίσκεται σε ψηλά επίπεδα, δεν είχαμε παρά να σκεφτούμε τον Οικονόμου, που είχε ήδη πληρώσει την κλήση για το… κράνος στη Μύρινα και είχε αρχίσει την τρελλή του κούρσα, μαζί με τον Παντελή, με σκοπό να μας βρουν το ίδιο βράδυ στη μαρίνα Attakoy της Κων/πολης!
Εγώ, εν τω μεταξύ, είχα τους δικούς μου λόγους να θέλω να οδηγήσω την ομάδα στα Μάρμαρα. Ενα πολύ γραφικό και πράσινο νησί στη μέση σχεδόν της απόστασης Τσανάκκαλε-Κων/πολη, με πρατήριο καυσίμων σε απόσταση αναπνοής από το λιμάνι και φιλόξενους κατοίκους, αρκετοί από τους οποίους μιλάνε σπασμένα ελληνικά, αφού είναι Κρητικής καταγωγής τρίτης γενιάς και βάλε! Την τελευταία φορά που είχα περάσει από δω, είχα γνωρίσει τον Mustafa Erbil, ένα πολύ φιλικό φιλέλληνα τούρκο, που διατηρεί κρεοπωλείο στο νησί. Τον αναζήτησα, αλλά, δυστυχώς, ο αδελφός του μου είπε ότι ο Mustafa είχε συνοδεύσει κάποιο συγγενή τους στο νοσοκομείο και θα ερχόταν στο νησί την επομένη. Φύγαμε έτσι με την υπόσχεση ότι θα προσπαθήσουμε να τον συναντήσουμε στην επιστροφή.
Εν τω μεταξύ, η ελληνική μουσική η οποία συνόδευσε τους μεζέδες που μας προσέφερε ο αδελφός του Mustafa, σε συνδυασμό με την άπνοια που επρόκειτο να μας συνοδεύσει στα υπόλοιπα 60 μίλια μέχρι τη Κων/πολη, είχε ανεβάσει το κέφι όλων στο κατακόρυφο, με τον Κωνσταντάτο να χορεύει ζεϊμπέκικο στην πρύμνη του Cobra και τον Δραγάτη να έχει κέφια για… κόντρες, κρατώντας το τιμόνι του Scorpion και έχοντας, προς στιγμήν, ξεχάσει τον πόνο του «πληγωμένου» του Solemar!
Το είχαμε πλέον κάνει τάμα να φτάνουμε στον προορισμό μας βράδυ και η Κων/πολη δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση! Ετσι, στις 8.30 σούρουπο Κυριακής, μπήκαμε εν σειρά στη μαρίνα Attakoy ακολουθώντας το τουρκικό Joker που μας οδήγησε στις προκαθορισμένες θέσεις που είχε ήδη κλείσει για μας ο γιος του τούρκου αντιπροσώπου της Bombardier, Vidal Itkin, γνωστός από την προηγούμενη επίσκεψή μου στη Πόλη. Εγώ ήξερα ήδη πού βρισκόμουν. Οι υπόλοιποι όμως τα είχαν μάλλον χαμένα με όσα έβλεπαν και θα πρέπει να είχαν μελαγχολήσει αναλογιζόμενοι τις διαφορές αυτής της μαρίνας με τις αντίστοιχες δικές μας στην Ελλάδα. Ο φίλος του Αλέκου Ζαχαριάδη Mustafa Sengun δεν άργησε να φανεί για να οδηγήσει τα πληρώματα του Scorpion και του Cobra στο ξενοδοχείο, ενώ τα πληρώματα του Apache και του Mostro έμειναν πιστά στις «επάλξεις». Υπνος κάτω απο τα άστρα, συντροφιά με τους φύλακες της μαρίνας που τη διέτρεχαν ολόκληρο το βράδυ, από άκρου εις άκρον, ελέγχοντας με φακούς κάθε ύποπτη κίνηση. Ακριβώς όπως στην Ελλάδα δηλαδή! Και εκεί, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, αφού είχαμε επιστρέψει από το ντονέρ κεμπάπ, την Efes Pilsen και το ayran, και είμασταν έτοιμοι να τρυπώσουμε στα φουσκωτά για να παραδοθούμε στον Μορφέα, νάσου ο Οικονόμου με τον Περιστέρη που μπήκαν θριαμβευτικά στη μαρίνα υπό τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες όλων μας! Είχαν διανύσει την απόσταση των 200 περ. ν.μιλίων, από τη Μύρινα μέχρι τη Κων/πολη, αυθημερόν, διατηρώντας μέση ωριαία ταχύτητα 40 κόμβων, συμπεριλαμβανομένων των τριών περίπου ωρών που είχαν παραμείνει στο Τσανάκκαλε για τις γνωστές θλιβερές διαδικασίες εισόδου στην Τουρκία!
Οι επόμενες δύο ημέρες αφιερώθηκαν στην επίσκεψη της Κων/πολης. Πόδια να έχει κανείς να περπατάει σ αυτή την τεράστια πόλη με τις πολλές και μεγάλες αντιθέσεις! Η σκεπαστή αγορά, με χρώματα και αρώματα Ανατολής, το μουσείο Top Kapi, η Αγία Σοφία, το μπλε Τζαμί, το Υδραγωγείο που κτίστηκε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, το λιμάνι με το πολύβουο πλήθος να κινείται σαν μελίσσι ανάμεσα σε ντονέρ, υπαίθριους ζωντανούς αμανέδες, βραστά καλαμπόκια, ψάρια και… μύδια, η γέφυρα με τους εκατοντάδες ερασιτέχνες ψαράδες να κρεμούν τα καλάμια τους στα θολά γεμάτα… τσούχτρες νερά του Κεράτιου και να διαγωνίζονται ποιος θα πιάσει τα πιο πολλά σαβρίδια! Και τα γραφικά πλοιάρια να μην έχουν σταματημό, καθώς πηγαινοέρχονται από την Ευρωπαϊκή στην Ασιατική ακτή και αντιστρόφως, κάνοντας τη θάλασσα να «βράζει» από τα απόνερα και τα αντιμάμαλα. Μια πόλη μαγική που ζει, κινείται και αναπνέει, έχοντας το ένα πόδι στη Δύση και το άλλο στην Ανατολή. Μια πόλη στην οποία οι αντιθέσεις είναι τρόπος ζωής. Μια πόλη, όπως και όλες σχεδόν οι πόλεις της Τουρκίας, που διαθέτει τα πιο πολλά δορυφορικά «πιάτα», κρεμασμένα σε ετοιμόρροπα μπαλκόνια σπιτιών, ανάμεσα σε απλωμένες μπουγάδες και ρημαγμένες καρέκλες! Οποιος είπε ότι η τηλεόραση είναι το όπιο του φτωχού μάλλον αυτή την εικόνα πρέπει να είχε στο μυαλό του…
Πρέπει εδώ να αναφέρω ότι οι Τούρκοι χαίρονται ιδιαιτέρως στο άκουσμα της ελληνικής καταγωγής μας, και το δείχνουν. Δεν υπάρχει στιγμή σχεδόν και σημείο της Πόλης που να μην ακούγεται ελληνική μουσική! Ηταν άλλωστε προκαθορισμένο γι αυτούς ποιος θα κέρδιζε στον επερχόμενο διαγωνισμό της Eurovision, καθώς το «My number One» ακουγόταν διαρκώς σε κάθε σημείο της Πόλης! Φαίνεται μάλιστα πως οι απλοί Τούρκοι πολίτες αγνοούν ή δείχνουν να αδιαφορούν για την ένταση που υπάρχει στο Αιγαίο και τις παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας από τα αεροπλάνα τους. Οι περισσότεροι χαρακτηρίζουν την ένταση «τεχνική» και επιρρίπτουν τις ευθύνες στους πολιτικούς. Μας αποκαλούν «καρντάς» (φίλο), «Γιώργο», «μπατζανάκη», μας κερνούν τσάϊ, σηκώνονται αυτοί να καθίσουμε εμείς! Χρειάζεται ωστόσο αρκετή σκέψη για να πει κανείς αν αυτή η συμπεριφορά τους αποτελεί πνεύμα φιλοξενίας και αδελφοσύνης ή έκφραση δουλοπρέπειας στην προσπάθειά τους να σου αποσπάσουν «παράδες». Το τελευταίο, άλλωστε, αποτελεί πλέον για τους Τούρκους ένα είδος εθνικού σπορ, το οποίο έχει πάρει τα τελευταία χρόνια επιδημικές διαστάσεις, όσο ο πληθυσμός της Πόλης μεγαλώνει και οι ευκαιρίες για ένα αξιοπρεπές μεροκάματο λιγοστεύουν. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι δεν βλέπει κανείς ζητιάνους στις γειτονιές, τους δρόμους και τα σοκάκια της Κων/πολης, όπως στη δική μας «ευρωπαϊκή» Αθήνα, αλλά άνδρες, γυναίκες και, κυρίως, παιδιά, που προσπαθούν να πουλήσουν σε αφελείς «Γιώργους» και «μπατζανάκηδες» ό τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου! Οσο για τη φημισμένη δε «φτηνή» Τουρκία που ξέραμε; Αυτό αποτελεί πλέον μύθο! Το Κράτος έβγαλε τα μηδενικά από το τουρκικό νόμισμα και έτσι, η νέα τουρκική λίρα (YTL) αντιστοιχεί σήμερα με 0,58 του ευρώ περίπου, ουδείς δε γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί αυτή η ισοτιμία μέχρις ότου η Τουρκία ενταχθεί (αν ποτέ ενταχθεί) στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Το φαγητό είναι πολύ καλό, αλλά εξ ίσου ακριβό με την Ελλάδα, συχνά δε πολύ ακριβότερο! Υπάρχουν βεβαίως τα «κουτούκια», όπου μπορεί κανείς να δοκιμάσει υπέροχες τουρκικές σπεσιαλιτέ σε προσιτές τιμές. Για να τα βρεις όμως χρειάζεται ψάξιμο, περπάτημα στους απόκεντρους μαχαλάδες και κάποιο ντόπιο να σου φανερώσει το κρυμένο «μυστικό». Και όλα αυτά φυσικά δεν είναι δυνατόν να τα ανακαλύψει κανείς μέσα σε δύο μόνο μέρες…
Η βενζίνη ήταν πάντοτε ακριβή στην Τουρκία, λόγω της ηυξημένης έμμεσης φορολογίας που επιβάλλει το Κράτος, τώρα όμως το κακό παράγινε. Η αμόλυβδη (kursunsuz τη λένε οι Τούρκοι) πέρασε ήδη το 1,5 ευρώ το λίτρο (?!) με το πετρέλαιο να κινείται σε πιο χαμηλά επίπεδα (1,1 ευρώ περ.το λίτρο). Οσο για τους ταξιτζήδες; Αυτοί φαίνεται πως έχουν αποφοιτήσει από το ίδιο σχολείο με τους δικούς μας! Οπου σε βρουν! Καλό είναι να συμφωνήσεις μαζί τους το τίμημα της κούρσας, μιας και τα ταξίμετρα που διαθέτουν τα αυτοκίνητά τους είναι μάλλον διακοσμητικά. Αν δεν συμφωνήσεις, σου «κόβουν κοστούμι» και ζητούν ό τι τους καπνίσει! Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται επίσης όταν περπατάει κανείς στους δρόμους. Κινδυνεύει να πολτοποιηθεί από κάποιο βιαστικό οδηγό που δεν φαίνεται διατεθιμένος να σταματήσει την τρελλή πορεία του πουθενά! (κάτι μου θυμίζει αυτό). Κατά τα άλλα, η ζωή εδώ κυλάει σίγουρα σε πιο αργούς ρυθμούς από ότι στην Αθήνα, μολονότι την έκταση της Κων/πολης μοιράζονται πάνω από 13 εκατομμύρια ψυχές!
Το απόγευμα της Τρίτης 17 Μαίου, είχε προγραμματισθεί να δούμε τον Οικουμενικό Πατριάρχη στο Φανάρι. Κάθε συνάντηση μαζί του είναι μια ξεχωριστή στιγμή. Μας δέχθηκε, και τους 16, με εκείνο το μειλίχιο ύφος και την πραότητα που τον χαρακτηρίζουν, και δέχθηκε να απαντήσει στις «δημοσιογραφικές» ερωτήσεις μου. Ετσι πληροφορηθήκαμε, από πρώτο χέρι, την επικείμενη Σύνοδο των Μητροπολιτών στο Φανάρι, προκειμένου να αποφασιστεί η τύχη του Ιεροσολύμων Ειρηναίου, την έκπτωση του «άτακτου» Μητροπολίτη Καλύμνου και τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στην «αφύπνιση» της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Εξέφρασε στη συνέχεια ο Πατριάρχης τον θαυμασμό του για το θάρρος μας να έρθουμε, για άλλη μια φορά, στην Κων/πολη με τα φουσκωτά μας και παρομοίασε το κόμα, που υπήρχε στο μήνυμα που ήταν γραμένο στα φουσκωτά και το μπλουζάκι που του προσφέραμε, σαν χρησμό της Πυθίας! Του εξήγησα ότι αυτό ακριβώς επιδιώξαμε. Απλώνουμε μεν χέρι φιλίας στους γείτονες αλλά, συγχρόνως, ξεκαθαρίζουμε ότι η θάλασσα που μας ενώνει είναι δική μας! Λίγο πριν αποχαιρετήσουμε τον Παναγιώτατο, σαν εκπρόσωπος του «Ναυτίλου» του προσέφερα τιμητική αναμνηστική πλακέτα και ένα μπλουζάκι της Αποστολής (το οποίο άφησε να εννοηθεί γελώντας πως μπορεί και να το φορέσει!), ενώ ανταπέδωσε τη φιλοφρόνησή μας προσφέροντας ένα σταυρουλάκι σε κάθε μέλος της Αποστολής και ένα ημερολόγιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο σύλλογο.
Η Τετάρτη 18 Μαίου ήταν η τελευταία ημέρα παραμονής μας στη Κων/πολη και αποφασίσαμε να τη διαθέσουμε στο μαγευτικό Βόσπορο και τα Πριγκηπονήσια. Ο Vidal Itkin δεν έχασε την ευκαιρία. Μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι τηλεοπτικό συνεργείο από το τουρκικό κανάλι ATV μας περιμένει στη δυτική πλευρά της εισόδου στο Βόσπορο. Πράγματι, τα πλάνα που πήρε ο οπερατέρ του τουρκικού καναλιού βγήκαν το ίδιο βράδυ στον αέρα, ενώ ο Vidal υποσχέθηκε να μας στείλει ένα αντίγραφο της ταινίας μόλις επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Οι Τούρκοι, το διαπιστώσαμε αυτό και την προηγούμενη φορά που είμασταν εδώ, δεν χάνουν ευκαιρία να προβάλουν τις φιλικές διαθέσεις μας, επιδιώκοντας έτσι να «κτίσουν» ένα δικό τους πλάνο προπαγάνδας. Ας είναι και έτσι, αν με αυτό τον τρόπο μπορεί η ένταση μεταξύ μας να αμβλύνεται, χωρίς να παραχωρούμε κυριαρχικά δικαιώματα. Η πίσω πλευρά της μπλούζας άλλωστε που φορούσαμε είχε γραμένο το όνομα της Πόλης ως «Κωνσταντινούπολη» και όχι ως «Istanbul». Σε ερώτηση μάλιστα κάποιου Τούρκου στο Τσανάκκαλε που το σχολίασε, του απάντησα ότι μπορεί όσο είμαστε στην Τουρκία να την αποκαλούμε Istanbul, για μας όμως παραμένει Κωνσταντινούπολη. Δεν είχε παρά να το δεχθεί, κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι του…
Ο Βόσπορος είναι το ωραιότερο, ίσως, κομμάτι της Κων/πολης. Πύργοι και τείχη από την εποχή του Βυζαντίου εναλλάσσονται με πυκνή βλάστηση και εκπληκτικά αρχοντικά, οι είσοδοι των οποίων αποτελούν, κυριολεκτικώς, προβλήτες ιδιωτικών σκαφών αναψυχής! Και δίπλα ακριβώς ψαροταβέρνες, με τα τραπέζια τους να βρέχονται από τα νερά του καναλιού! Και το κεραμίδι να κυριαρχεί παντού. Ολη η κουλτούρα του τόπου ανακατεμένη θαρρείς με το «παλιό», το ελληνικό, και το «καινούργιο», το νεοτουρκικό. Και από πάνω να «κρέμεται» η εκπληκτική γέφυρα του Γαλατά που συνδέει τη Δυτική με την Ανατολική πλευρά της Πόλης. Και από κάτω τα καραβάκια, οι μαούνες, τα γκαζάδικα, οι ψαρόβαρκες, τα καταμαράν, να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν το κανάλι, με ένα τρελλό ρυθμό, δικό τους, που δεν συμμορφώνεται με κανενός είδους… Κανονισμό Λιμένος! Και ανάμεσά τους εμείς, να φωτογραφίζουμε, να βιντεοσκοπούμε και να προσέχουμε για να έχουμε!
Με τα μάτια της ψυχής μας χορτάτα από εικόνες κλείσαμε τη θαλασσινή μας περιπλάνηση στα Πριγκηπονήσια. Δέσαμε στο μεγαλύτερο από αυτά και τελευταίο στη σειρά, την Πρίγκηπο. Δεν είχαμε προλάβει να αποβιβαστούμε όταν μια ελληνική φωνή μας ξάφνιασε. «Γεια σας ρε καπεταναίοι! Καλώς ήρθατε!» Ηταν ο Γιάννης από το Παλιό Φάληρο, που ζούσε πια τα τελευταία χρόνια μόνιμα στο νησί των γονιών του, με την «Πατατούκα» του. Μια στενή, μικρή ψαρόβαρκα που διέθετε και «ενυδρείο» για να διατηρούνται τα ψάρια ζωντανά! Προπόνηση μάλλον ενός απίθανου ψιψίνου, ο οποίος, μόλις το αφεντικό του έδεσε την «Πατατούκα» στην ξύλινη προβλήτα, πήδησε μέσα και άρχισε το ψάρεμα!
Τα είπαμε κάμποσο με τον Γιάννη που έβγαλε τον πόνο του για όσα συνεχίζει να τραβάει στην προσπάθειά του να γλυτώσει το πατρικό του σπίτι από την κατάσχεση των Τούρκων και τη μισαλλοδοξία των «δικών» μας. Καθώς μιλούσε με φωνή δυνατή, παθιασμένη, σκεφτόμουν πως κάπου το έχω ξαναδεί το έργο αυτό. Στην Ιμβρο αλλά και στο Καστελλόριζο. Στην Αμερική αλλά και στην Κάσο. Μαράζι και σκουλήκι μαζί η «κατσίκα του γείτονα» που κατεβάζει γάλα και μας τρώει η ζήλεια και δεν μας αφήνει να σηκώσουμε κεφάλι σαν λαός.
Με ανάμικτα συναισθήματα ναυλώσαμε ένα αμάξι με δυο άλογα, όπως λέει και ο στίχος, ελλείψει άλλου τροχοφόρου οχήματος γαρ, συμφωνήσαμε την τιμή στις 35 λίρες, μαζί με την επιστροφή, και ανηφορίσαμε προς την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Στην «πιάτσα» συνωστισμός από άμαξες με έντονη τη μυρωδιά της κοπριάς να θυμίζει ελληνικό χωριό του ΄50. Και το «ταξίδι» αρχίζει. Ο δρόμος, καθώς ανηφορίζει στο βουνό, περνάει ανάμεσα από καταπράσινα δάση και αφήνει δεξιά και αριστερά υπέροχα ξύλινα αρχοντικά με κήπους γεμάτους τριαντάφυλλα. Κάτω η θάλασσα του Μαρμαρά, να λέει τον πόνο της στην αγκαλιά του ήλιου για όσα έζησε. Και ο Τούρκος αμαξάς να «μιλάει» με τα άλογα και πότε να τα «σπρώχνει» στον ανήφορο, πότε να στρίβει το… abs, να μη μας πάρει μαζί του ο κατήφορος. Ηθελα να μην τέλειωνε το όνειρο. Ηταν μήπως το μόνο; Κάποτε φτάσαμε εκεί που ο δρόμος στένευε και ένα καλντερίμι ανηφόριζε απότομα, ανάμεσα σε οργιώδη βλάστηση, προς την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Υποσχεθήκαμε στον αμαξά πως θα επιστρέψουμε σε τρία τέταρτα της ώρας για το «ταξίδι» της επιστροφής, και ακολουθήσαμε το ανηφορικό μονοπάτι. Ο Αη Γιώργης θεωρείται εδώ θαυματουργός, ακόμη και από τους Τούρκους, οι οποίοι επισκέπτονται την εκκλησία και αφιερώνουν τάματα στην εικόνα του! Τα περισσότερα δένδρα, δεξιά και αριστερά, έχουν στα κλαδιά τους δεμένα εκατοντάδες μικρά κομμάτια χαρτί. Μια περίεργη συνήθεια που είδα να επαναλαμβάνεται και στο Αϊβαλί, μερικά χρόνια πριν. Τάματα, ευχές, ποιος ξέρει; Διαφορετικοί λαοί, διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικές συνήθειες.
Μετά από είκοσι λεπτά δύσκολης πορείας, ανάβασης θα έλεγα καλύτερα, φτάσαμε στο ξέφωτο της κορυφής. Ευθεία μπροστά η εκκλησία, αριστερά η καντίνα με καρέκλες και ομπρέλλες να αγναντεύουν τη θάλασσα. Η πόρτα του ναού ήταν κλειδωμένη, αλλά δεν άργησε να ανοίξει στο πρώτο μας κτύπημα. Ενας μοναχός από το Αγιο Ορος εμφανίστηκε στην είσοδο και μας υποδέχθηκε. Η ατμόσφαιρα κατανυκτική, περισσότερο επειδή ήταν εκεί. Ανάψαμε ένα κερί, μείναμε λίγο σκεφτικοί στα στασίδια και πήραμε αμίλητοι το δρόμο της επστροφής…
Λίγο αργότερα συναντήσαμε έναν υπερήλικο Ελληνα, τον κ. Δημήτρη Ματαντζόγλου, καθώς περιπλανιόμασταν στους δρόμους του νησιού. Ελληνας μέχρι το κόκκαλο, απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, που αφιερώνει πλέον τον ελεύθερο χρόνο του σε μια τουρκική υπηρεσία προώθησης τουρισμού, μετά από ένα πρόβλημα που είχε με τα πόδια του. «Είναι το μεράκι μου λέει ο ίδιος. Εχω εξυπηρετήσει από αυτή τη θέση και έχω συναντήσει πολλούς συμπατριώτες, ανάμεσά τους και πολλούς επωνύμους, όπως η κ. Μαρίκα, ο Παπανδρέου, ο Καραμανλής…» Καθώς μιλάει αντιλαμβάνομαι την ευρύτητα των γνώσεων και της μάθησής του. Είναι μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Οχι όμως αυτής που μας δίδαξαν στα μαθητικά θρανία, ούτε αυτής που σκoπίμως αφήνουν οι πολιτικοί να διαδίδεται, αλλά της άλλης, της πραγματικής ιστορίας, που έζησε ο άνθρωπος αυτός και που κανένα βιβλίο δεν την αναφέρει. «Η Αλωση της Πόλης δεν έγινε το 1453, αλλά το 1920» λέει με σταθερή φωνή. «Μέχρι τότε δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με τους τούρκους. Συμβιώναμε αρμονικά. Ολα έγιναν μετά, έβαλαν το χεράκι τους και οι Ισραηλίτες… έκαναν πολλά λάθη οι πολιτικοί μας…»
Αργησε να με πάρει εκείνο το βράδυ ο ύπνος στο Apache. Το άλλο πρωί θα αναχωρούσαμε για την Ελλάδα. Ο χρόνος που μείναμε στην Πόλη ήταν, και αυτή τη φορά, ελάχιστος, σε σύγκριση με όσα είχε να μας πει και να μας δείξει η «Βασιλεύουσα». Αφηνα και πάλι κάτι πίσω, εσκεμμένα, για την άλλη φορά…
Καθώς η Πόλη απομακρυνόταν από την πρύμνη του «Αστράβη», εκείνο το πρωϊνό της Πέμπτης 19 Μαίου, ένοιωθα πως αφήνω πίσω ένα ακόμη κομμάτι μου. Ισως είναι η καταγωγή του γενήτορά μου, που με πλημμυρίζει με πρωτόγνωρα συναισθήματα στέρησης, κάθε φορά που θέλω να πάω κοντά της και κάθε φορά που την αποχωρίζομαι. Ισως είναι οι μυρωδιές και η κουλτούρα της Ανατολής που ζει στο υποσυνείδητό μου. Σε μια Πόλη που κράτησε, μέχρι σήμερα, σφιχτά την παράδοση και που θα κληθεί ίσως να την καταθέσει στο «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων» της «κουλτουριάρας» Δύσης, η οποία θα εισβάλλει βίαια για να ολοκληρώσει το Ευρωπαϊκό όνειρο της χώρας και της μετά Κεμάλ Τουρκικής «Δημοκρατίας»…
Με μια θάλασσα να την πιεις στο ποτήρι δεν χρειάστηκαν παρά δυόμισυ ώρες για να δέσουμε στα Μάρμαρα. Ενώ οι άλλοι πήγαν για καφέ, εγώ έτρεξα να συναντήσω τον Mustafa. Καθώς ακολούθησα το δρόμο με τα πλατάνια, μικροί μαθητές ντυμένοι στρατιωτικά με προσπέρασαν. Η ημισέληνος κρεμασμένη παντού. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά, αλλά αυτό ήταν διαφορετικό. Εμαθα πως οι Τούρκοι γιόρταζαν εκείνη την ημέρα. Είχε κάποια σχέση η γιορτή με τον Κεμάλ, αλλά δεν κατάλαβα ποια ακριβώς. Ολα, άλλωστε, για τον Κεμάλ γίνονται εδώ. Παντού η προτομή του και η επιγραφή στα τουρκικά «είναι τιμή να είσαι Τούρκος»!
Δεν άργησα να βρω τον Mustafa. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, χωρίς να κρύψουμε την αμοιβαία χαρά και συγκίνηση. Εκείνος μιλούσε καλύτερα τώρα τα Αγγλικά, πετούσε πού και πού και μερικές ελληνικές λέξεις, γελώντας και περιμένοντας να δει τις αντιδράσεις μου. Μιλήσαμε για την προηγούμενη επίσκεψή μας στο νησί και με ρώτησε για τον Δημήτρη. Του είπα ότι έχουμε καιρό να μιλήσουμε, πού να του εξηγώ τώρα… Κάπου εκεί εμφανίστηκε η «εξουσία» που είχε χρώμα χακί. Ζήτησαν διαβατήρια. Ο Mustafa ενοχλήθηκε και ζήτησε το λόγο από τους φαντάρους, που φαίνεται πως εκτελούσαν, μάλλον απρόθυμα, επιταγές ανωτέρου. Χαμογέλασα, έγραψα σε ένα χαρτί τα ονόματά μας, όπως ακριβώς ζήτησαν, με ευχαρίστησαν ευγενικά και έφυγαν. Είναι ώρα τώρα να ζητάς εξηγήσεις, έχοντας μάλιστα στο μυαλό και το εξπρές του μεσονυκτίου;
Ο χρόνος, εν τω μεταξύ, μας πίεζε. Ο Mustafa μας συνόδευσε μέχρι τη μαρίνα. Οι υπόλοιποι, αφού ολοκλήρωσαν τον καφέ και την αγορά του… σουτζουκιού, επιβιβάστηκαν κι αυτοί στα φουσκωτά και έλυσαν κάβους. Ο Mustafa κουνούσε τα χέρια του καθώς η πλώρη του Apache σημάδευε ήδη τα στενά…
Και εκεί, 15 μίλια πριν το Τσανάκκαλε, η Optimax του Τάκη παρέδωσε το πνεύμα! Νομίσαμε στην αρχή ότι ήταν κάτι επιπόλαιο. Η μηχανή όμως αρνιόταν πεισματικά να «σπρώξει» το θεώρατο Scorpion. Επιστρατεύτηκε έτσι το Cobra του Γλαρίδη που ανέλαβε χρέη ρυμουλκού, με όλους τους υπολοίπους να επιβιβάζονται στο Top Line του Οικονόμου, που μαζί με το Apache και το Mostro του Κονιτσιώτη έδενε σε λίγη ώρα στη μαρίνα του Τσανάκκαλε. Γνώριμα λημέρια που δεν τους λείπουν οι περιπέτειες…
Δεν πέρασε πάνω από μιάμιση ώρα και φάνηκαν «ρυμουλκό» και «ρυμουλκούμενο». Ο Τάκης δεν μιλιόταν. Και ενώ είχε καταφθάσει ο Τούρκος εξουσιοδοτημένος μηχανικός της Mercury και εμείς προσπαθούσαμε να μεταφράσουμε την πάθηση του Optimax, νά σου οι Τούρκοι λιμενόμπατσοι να ζητούν από τον Κονιτσιώτη, αν θυμάμαι καλά, και τον Γλαρίδη, να αλλάξουν τις ξεθωριασμένες τουρκικές σημαίες στα σκάφη τους! Το χαβά τους αυτοί! Τέλος πάντων, οι σημαίες αντικαταστάθηκαν (λες και ήμουνα μάντης που στη συγκέντρωση κυβερνητών είχα συστήσει στους κυβερνήτες να πάρουν μαζί τους από δύο σημαίες…) ενώ η προσοχή μας επικεντρώθηκε στη συνομιλία που άρχισε μεταξύ του Τούρκου μηχανικού και του μηχανικού της εταιρείας στην Ελλάδα. Σε όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν οι κρίσεις κάποιων «ειδικών» που αμφισβητούσαν τη διάγνωση του Τούρκου μηχανικού, ενώ εγώ προσπαθούσα να συγκεντρωθώ για να βρω με ποιο τρόπο τώρα ο Τάκης θα άφηνε το σκάφος στην Τουρκία για να επισκευαστεί ο κινητήρας και να φύγει ο ίδιος μαζί μας. Πάνω που πήγα να μπερδέψω τον πράκτορα και αυτός με τη σειρά του να μπερδέψει τους τελωνειακούς, αυτοί διαβάζοντας τα ψιλά γράμματα του transit log, έβγαλαν το φιρμάνι, το οποίο και γνώριζα και φοβόμουν. Ο κυβερνήτης και το πλήρωμα πρέπει να παραμείνουν στην Τουρκία μέχρις ότου το σκάφος βγει από το νερό και μεταφερθεί σε ασφαλές μέρος (στο συνεργείο του εξουσιοδοτημένου μηχανικού εν προκειμένω), στη συνέχεια δε μπορούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα με άλλο μεταφορικό μέσον! Τόμπολλα! Μαζί με τον Τάκη λίγο έλειψε να πάθουν έμφραγμα και ο Σωτηρόπουλος με τον Μανουσιάδη, οι οποίοι αποτελούσαν το δηλωμένο πλήρωμα του σκάφους και οι οποίοι είχαν πιστέψει, προς στιγμήν, ότι είχαν ξεφύγει από το τέρας της τουρκικής γραφειοκρατίας! Περίλυποι έμειναν και οι τρεις να μας κουνούν μαντήλια, ενώ οι υπόλοιποι δεν είχαμε παρά να συνεχίσουμε προς Τένεδο, προτού βραδυάσει. Μας είχε ενοχλήσει όλους αυτή η αναποδιά, που ήρθε να συμπληρώσει την εγκατάλειψη του Solemar στη Σκύρο, αλλά είχαμε την ελπίδα ότι οι τρεις φίλοι θα μας προλάβαιναν στο Αϊβαλί την επόμενη μέρα.
Φτάσαμε, σούρουπο και πάλι, στο γραφικό λιμάνι-κάστρο της Τενέδου, και αφού εξασφαλίσαμε ξενοδοχείο για τον Δραγάτη, τον Οικονόμου, τον Γλαρίδη και τα πληρώματά τους (οι υπόλοιποι συνεχίσαμε να διανυκτερεύουμε στα σκάφη), βγήκαμε βόλτα στο μικρό λιμάνι που είναι περιτριγυρισμένο από ταβέρνες και μεζεδοπωλεία για να γεμίσουμε τα στομάχια μας. Για άλλη μια φορά διαπιστώσαμε ότι στη σημερινή Τουρκία πρέπει να προσυμφωνείς το κάθε τι προτού το αγοράσεις. Ετσι, αν και η συμπαθής τουρκάλα ξενοδόχος είχε απαντήσει σε σχετική ερώτησή μου ότι το δωμάτιο στοιχίζει 40 ευρώ, το άλλο πρωί ζητούσε 40 ευρώ από κάθε άτομο! (Για όλα φταίει ο πρόεδρος…)
Αφού βολτάραμε το άλλο πρωί στο μικρό οικισμό, με τις πολλές ελληνικές μνήμες, και επισκεφτήκαμε τον ιερό ναό της Μεταμόρφωσης και το Βυζαντινό κάστρο, όπου οι Τούρκοι επιδεικνύουν ως αξιοθέατο ελληνικές ταφόπλακες αντί εισιτηρίου 1,5 περ. ευρώ (!), μιλήσαμε με τον κ. Σάλτο και τη σύζυγό του για τον αφανισμό του ελληνικού πληθυσμού και τα προβλήματα των 20 περίπου Ελλήνων που έχουν πια απομείνει στο νησί. «Είχε έρθει ο πρωθυπουργός της Τουρκίας τις προάλλες», λέει ο κ. Σάλτος, «συναντήθηκα μαζί του και του ζήτησα να μας βοηθήσει να ξανακτίσουμε το καμπαναριό της εκκλησίας μας. Απάντησε ότι θα διαθέσει τα σχετικά κονδύλια, αφού πρώτα εγκρίνει το έργο ο Πατριάρχης. Χαρήκαμε και μεταφέραμε την πρόταση στον Βαρθολομαίο αλλά, μέχρι σήμερα, απάντηση δεν πήραμε. Αν αργήσει κι άλλο, τα χρήματα θα χαθούν! Ισως δεν ενδιαφέρεται γιατί η εκκλησία αυτή δεν βρίσκεται στην Ιμβρο που είναι η γενέτειρά του…» Αρπάχτηκα από τα λόγια του και υπέβαλα τη σχετική ερώτηση για να επιβεβαιώσω όσα είχα ακούσει σχετικώς με την έχθρα που χωρίζει τους Ιμβρίους από τους Τενεδίους. «Είναι αλήθεια!», μου απάντησε ο συνομιλητής μου χωρίς να το πολυσκεφτεί. «Δεν τους συμπαθούμε και δεν μας συμπαθούν! Μας ζηλεύουν γιατί εμείς, αν και πολύ πιο λίγοι από αυτούς, καταφέρνουμε πράγματα με τη δουλειά μας. Αυτοί είναι τεμπέληδες»! Αθάνατη ελληνική φυλή. Αθάνατη ελληνική μιζέρια, αιτία των δεινών και της κακομοιριάς μας…
Ηταν πια μεσημέρι σχεδόν Παρασκευής 20 Μαίου όταν αποπλεύσαμε από την Τένεδο με προορισμό το Αϊβαλί, τελευταίο τουρκικό λιμάνι και, συγχρόνως, πόρτα εξόδου για την Ελλάδα. Οι καιρικές συνθήκες επιτέλους ανοιξιάτικες! Τα νέα εν τω μεταξύ που έφταναν από την «οπισθοφυλακή» του Τσανάκκαλε ήταν μάλλον καλά, αφού το σκάφος του Τάκη βγήκε με τα πολλά από το νερό, οι τελωνειακοί τους τρέλλαναν με τις διατυπώσεις καταγραφής του και οι ίδιοι ήταν πλέον καθ οδόν προς Αϊβαλί, μετά από την προθυμία ενός Τούρκου να τους μεταφέρει εκεί με το αυτοκίνητό του, για να μη ταλαιπωρηθούν με τη συγκοινωνία (με το αζημίωτο φυσικά). Ο ίδιος, πάντως, τους είχε φιλοξενήσει στο εξοχικό του επειδή ήταν αδύνατον να βρεθεί ξενοδοχείο στο Τσανάκκαλε! Ο καυγάς στο Αϊβαλί ήταν και πάλι για το «πάπλωμα», αφού το «τρίο» της ταλαιπωρίας αναγκάστηκε να πληρώσει με «καπέλλο» την έξοδό του από την Τουρκία, μιας και η καθυστερημένη άφιξή τους στο Αϊβαλί υποχρέωσε τους τούρκους τελωνειακούς σε υπέρβαση ωραρίου!
Φτάσαμε (και πάλι βράδυ) στο λιμάνι της Μυτιλήνης γλυστρώντας πάνω σε έναν υγρό καθρέφτη που έπαιρνε τα χρώματα του ουρανού, καθώς ο «βασιλιάς» ξάπλωνε στον ορίζοντα. Δεν προλάβαμε καλά καλά να δέσουμε και ήρθαμε αντιμέτωποι με την οδυνηρή ελληνική πραγματικότητα και την ασχετωσύνη κάποιων δημοσίων υπαλλήλων. Η γραφειοκρατία αυτή τη φορά άκουγε στο όνομα «Λιμεναρχείο». Αφού ολοκληρώσαμε γρήγορα τις διατυπώσεις στο Τελωνείο και τον έλεγχο διαβατηρίων, χρειάστηκε να γράψουμε την… ιστορία της ζωής μας, συμπληρώνοντας τρία ή τέσσερα έντυπα, δεν θυμάμαι ακριβώς, που μας έδωσε μια λιμενικός. Το «κερασάκι» στην τούρτα μπήκε όταν ζήτησε να πληρώσουμε λιμανιάτικα για την παραμονή μας στο λιμάνι της Μυτιλήνης (φυσικά, χωρίς φύλαξη, νερό, ρεύμα, καύσιμα κλπ.!) και απαίτησε να δηλώσουμε απόπλου την επομένη! Μάταια πάσχιζα να πείσω τη στρουμπουλή λιμενικό ότι αυτό δεν έχει εφαρμογή στα δικά μας σκάφη. Εκείνη ήταν ακλόνητη, μέχρις ότου συμβουλεύτηκε τηλεφωνικώς τον προϊστάμενό της, ο οποίος, με τις δικές μου πάντοτε υποδείξεις, απεδέχθη το αυτονόητο!
Μετά, ακολούθησε το μαρτύριο του ανεφοδιασμού. Εκανα τον «Ταρζάν» βραδυάτικα να πηδώ τα συρματοπλέγματα της υπό κατασκευή νέας μαρίνας (πριν από πέντε χρόνια που πέρασα απο δώ ακόμη κατασκευαζόταν!) για να συνεννοηθώ με τον πρατηριούχο πότε και πώς μπορούμε να πάρουμε 300 λίτρα αμόλυβδης. Τα δύο εβδομηντάλιτρα που είχα μαζί μου, σε συνδυασμό με το σπαστό καροτσάκι φάνηκε πως ήταν και πάλι η μοναδική λύση. Ετσι, όταν το άλλο πρωί άνοιξε η πόρτα της «μαρίνας-εργοτάξιο» για να μπουν οι εργάτες, εγώ και ο Μπάμπης αρχίσαμε τη μεταφορά εναλλάξ, δίνοντας στη συνέχεια τη σκυτάλη στον Κονιτσιώτη και το Στέλιο που φουλάρησαν κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο τη δεξαμενή του Mostro. Οταν λίγη ώρα αργότερα είδα τον βενζινά να τροφοδοτεί τα υπόλοιπα φουσκωτά στο λιμάνι με μια ρυμουλκούμενη πλαστική δεξαμενή 300 λίτρων, λίγο έλειψε να πάθω έμφραγμα!
Μετά τη Μυτιλήνη, οι δρόμοι μας χώρισαν. Ο Τάκης με τον Μανουσιάδη, κουρασμένοι και απογοητευμένοι από όσα τους έτυχαν στο Τσανάκκαλε, μπήκαν στο αεροπλάνο και έφυγαν για την Αθήνα. Ο Οικονόμου με πλήρωμα τον Παντελή, τον Δραγάτη και την Ευαγγελία χάραξαν ρότα για Σκύρο, όπου βρισκόταν το πληγωμένο Solemar του αντιπροέδρου, ο Γλαρίδης τράβηξε για τις Σποράδες με προορισμό τη Χαλκίδα μέσω Βορείου Ευβοϊκού και εμείς με τον Κονιτσιώτη (στο σκάφος του οποίου επιβιβάστηκε και ο Σωτηρόπουλος) συνεχίσαμε για να ολοκληρώσουμε το αρχικό πρόγραμμα, που προέβλεπε στάση και «προσκύνημα» στα Ψαρά. Η ρεστία, που μας ακολούθησε μέχρι τον νοτιοανατολικό κάβο της Λέσβου, έδωσε σιγά σιγά τη θέση της σε ένα αλλοπρόσαλλο πεντάρη, που πότε έκανε «γλυκά μάτια» στον Μαίστρο και πότε στον Γρέγο! Εκανε πως θα βρέξει μάλιστα κάποιες φορές, αλλά ύστερα το μετάνοιωνε, με τα σύννεφα να «παίζουν κρυφτό» με τον ήλιο, μέχρι που φάνηκε στον ορίζοντα η «Μαύρη Ράχη». Ο Κονιτσιώτης είχε πάρει πια τον αέρα του Mostro, που παρά το μικρό, σε σχέση με τα υπόλοιπα σκάφη της Αποστολής, μέγεθός του, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.
Είναι τσίμπημα στο μέρος της καρδιάς η είσοδος στο λιμάνι των Ψαρών. Και αναπόφευκτος συνειρμός η όψη του παπα-Νικόλα, που σημαδεύει θαρρείς αυτό τον βράχο με τη «Βιβλική» παρουσία του. Επρεπε πρώτα αυτόν να δω. Δεν κρατιόμουν. Αφησα το Μπάμπη να ασχολείται με το σκάφος, του άρεσε άλλωστε να το περιποιείται, να ετοιμάζει την «κουκέττα» του και να το σκεπάζει, κάθε φορά που δέναμε σε λιμάνι, και έτρεξα σε αναζήτηση του γλυκού γέροντα. Κάποιος από αυτούς που με γνώριζαν στο νησί έσπευσε να τον ειδοποιήσει. Δεν άργησε να προβάλει από τη γωνιά του καφενείου, κρατώντας το μπαστούνι του και κάνοντας προσπάθεια να ξεχωρίσει τη φιγούρα μου ανάμεσα στους άλλους. Τα υπόλοιπα δεν περιγράφονται εύκολα, μόνο τα ζει κανείς. Μιλήσαμε, φιληθήκαμε, αναπολήσαμε, «βούτηξα» τα μάτια μου στις δικές του «θάλασσες», τους γλάρους και τους κάβους φίλους του, που, όπως λέει, δεν τον προδίδουν ποτέ! Οι φίλοι και συνταξιδευτές μου, που τον έβλεπαν για πρώτη φορά, άρχισαν να αντιλαμβάνονται πια γιατί ήμουν τόσο συγκινημένος όταν, λίγο νωρίτερα, τους μιλούσα γι αυτόν. Ολη η λαϊκή σοφία ήταν μπροστά μας, συμπυκνωμένη στα χείλη και στα μάτια του αυθεντικού παπα-Νικόλα, ο οποίος σώζει την «παρτίδα» ανάμεσα σε όλες αυτές τις αναθυμιάσεις του κλήρου που μας πολιορκούν τους τελευταίους μήνες. Είπαμε πολλά ή λίγα, δεν θυμάμαι. Θα μπορούσα να μιλάω μαζί του ώρες ατελείωτες. Ηταν “πληγωμένος”. Δεν χρειάστηκε να το πει για να το νοιώσω. Είμαι άλλωστε στο ίδιο μήκος κύματος μαζί του. «Είσαι αντάρτης βρε και μου μοιάζεις!», είπε σε κάποια στιγμή. Και συνέχισε : «Ακόμη και οι αντάρτες όμως διαφωνούν! Πολλές φορές δεν συμφωνούν μεταξύ τους!» Κατάλαβα από τα υπονοούμενά του ότι αναφερόταν σε κάποια από τις ιστορίες που ταλαιπωρούν την ψυχή μου, για την οποία όμως ποτέ δεν του μίλησα, για να μην τον κάνω μέτοχο της πίκρας μου. Ηταν φανερό, ωστόσο, πως κάποιοι άλλοι δεν είχαν κάνει το ίδιο… Δεν μίλησα, όμως, ούτε τώρα. Ποιο το όφελος; «Ο Θεός μας χαρίζει 70 καλά χρόνια», συνέχισε ο «Παπαφλέσσας» των Ψαρών. «Εγώ είμαι 78. Μου έχει κάνει δώρο ο Θεός άλλα 8! Τι θέλω τώρα; Περιμένω πότε να περάσει ο «Μιχάλης» να με πάρει! Και εκεί που θα πάω, που θα πάς, που θα πάμε όλοι μας, δεν υπάρχουν ούτε πληρωμένοι δικαστές, ούτε ψευδομάρτυρες! Γι αυτό σαγαπάω. Γιατί μου μοιάζεις! Γιατί λες το σωστό και δεν σε κοροϊδεύει το βράδυ ο καθρέφτης!» Ηταν και πάλι «μεθυσμένος» ο παπα-Νικόλας των Ψαρών, το ένοιωθα. Αιώνια «ταμένος» και «μεθυσμένος» με τη Ζωή, την Αλήθεια, τους αγαπημένους του φίλους. Τους γλάρους, τη θάλασσα, τον άνεμο και τους κάβους που δεν τον προδίδουν ποτέ…
Μετά από αυτή τη συνάντηση μαζί του, τι; Τι να μου πουν άλλα 90 περίπου μίλια μέχρι την Ανάβυσσο, με το αριστερό μου χέρι σπασμένο στον καρπό από ένα χαζό πέσιμο στο τσιμέντο του σχολείου των Ψαρών, σε μια επίδειξη… ξεπεσμένου Βραζιλιάνου μπαλαδόρου; Σκεφτόμουν μόνο πως αυτή η Αποστολή-εκδρομή τα είχε όλα! Και, όπως πάντα, στο τέλος μένουν μόνο τα καλά! Γιατί όπως έγραψε κάποτε ο Λουντέμης : «Ημουν δυστυχισμένος που δεν είχα παπούτσια να φορέσω, μέχρι που είδαν κάποιον χωρίς πόδια…»