Λεξικό με θαλασσινούς όρους

Α

ΑΒΑΡΑ: Επιφώνημα για την απομάκρυνση σκάφους από κάποιο σημείο.
ΑΒΑΡΑΡΩ: Απωθώ.
ΑΒΑΡΙΑ: Ζημιά πλoίoυ ή του φορτίου του από κακοκαιρία.
ΑΒΑΡΙΣΜΑ: Απομάκρυνση σκάφους από την ακτή για να μη συγκρουσθεί ή προσαράξει.
ΑΓΑΝΤΑ: Το σημείο που πιανόμαστε για να κρατηθούμε ή να σπρώξουμε κάποιο σκάφος. Επίσης μπορεί να είναι ο πάσσαλος στην ακτή που δέσουμε το σκάφος.
ΑΓΚΟΙΝΗ: Σύρμα ή σχοινί που δένει τη σταυρωτή κεραία στο κατάρτι του ιστιοφόρου πλοίου.
ΑΓΚΟΥΡΕΤΟ: Η μικρή άγκυρα βάρκας.
ΑΓΟΜΕΝΑ: Σχοινιά που χρησιμοποιούνται για έλξη / πρόσδεση.
ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΙΟ: Όρμος κατάλληλος για να ρίξει άγκυρα το σκάφος, επίσης λέγεται και το λιμάνι.
ΑΘΙΒΟΛΙΑ: Πέταγμα με το χέρι μικρού διχτύου στη θάλασσα.
ΑΚΑΤΙΟ: Η μικρή βάρκα.
ΑΚΑΤΟΣ: Μεγάλη βάρκα πλωτού που κινείται με πανιά ή κουπιά.
ΑΚΡΟΒΟΛΙ: Βαρίδι από μολύβι.
ΑΚΡΟΔΕΑ: Λεπτό σχοινί
ΑΚΡΟΔΕΣΜΟΣ: Ναυτικός κόμπος.
ΑΚΡΟΠΡΩΡΟ: Η άκρη της πλώρης.
ΑΚΤΑΙΟΣ: Αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή.
ΑΚΤΑΙΩΡΟΣ: Φύλακας ή πλοίο που φυλά τις ακτές.
ΑΛΑΡΜΗ: Το αλμυρά νερά.
ΑΛΜΠΟΥΡΟ: Κατάρτι, ιστός
ΑΜΜΟΥΔΑ: Θαλάσσιος βυθός με άμμο.
ΑΜΠΑΡΙ: Το κήτος του πλοίου.
ΑΝΑΒΑΘΡΑ: Η κινητή σκάλα πλωτού από σχοινί ή ξύλο.
ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ: Προσδιορισμός της θέσης του σκάφους με υπολογισμό πορείας, ταχύτητας και μεσολαβήσαντος χρόνου.
ΑΝΑΠΡΩΡΗΣΗ: Η κατεύθυνση του σκάφους όταν αυτό είναι ακίνητο.
ΑΝΑΠΡΩΡΙΖΩ: Οταν φέρουμε την πλώρη του σκάφους αντίθετα με την κατεύθυνση του αέρα.
ΑΝΑΡΗΧΟΣ: Αυτός που δεν έχει μεγάλο βάθος.
ΑΝΕΜΙ: Ασθενής άνεμος.
ΑΝΕΜΟΓΑΛΟΥΔΑ: Ο πολύ δυνατός άνεμος.
ΑΝΕΜΟΔΑΡΤΟΣ: Ο ταλαιπωρημένος από ανέμους.
ΑΝΕΜΟΛΟΓΙ: Το ακτινωτό διάγραμμα πυξίδας.
ΑΝΕΜΟΣΟΥΡΙ: Δυνατός άνεμος με βοή.
ΑΝΕΜΟΧΟΛΟ: Δυνατός και ξαφνικός αέρας.
ΑΝΕΜΟΚΟΥΝΗΜΑ: Θυελλώδης άνεμος.
ΑΝΕΜΟΚΑΙΡΙ: Καιρός με πολλούς ανέμους.
ΑΝΤΑΡΑ: Η μεγάλη κακοκαιρία.
ΑΝΤΙΜΟΝΗ: Hπλεύση του σκάφους με μικρή ταχύτητα και κυματισμό στην πορεία.
ΑΠΑΓΚΙΟ: Σημείο πoυ δεν το πιάνει ο αέρας.
ΑΠΑΝΕΜΟΣ ή ΥΠΗΝΕΜΟΣ : Μέρος ήσυχο χωρίς αέρα.
ΑΠΑΡΣΗ: Απόπλους
ΑΠΙΚΟ: Κάθετα, η αλυσίδα της άγκυρας είναι απίκο / κάθετη.
ΑΠΙΚΟΥ: Κάθομαι ακίνητος πάνω από κάτι.
ΑΠΟΒΟΡΙ: Ασθενής βόρειος άνεμος.
ΑΠΟΘΑΛΑΣΣΙΑ: Η ταραγμένη θάλασσα.
ΑΠΟΚΛΙΣΗ (μαγνητική): Η διαφορά του μαγνητικού βορρά από τον γεωμετρικό βορρά.
ΑΠΟΝΕΡΑ: Τα νερά (τα κύματα) που δημιουργεί ένα πλοίο καθώς κινείται.
ΑΠΟΠΛΕΩ: Φεύγω από κάποιο λιμάνι.
ΑΠΟΠΛΟΥΣ: Η έξοδος πλοίου από το λιμάνι.
ΑΠΟΣΠΕΡΟΣ: Δυτικός άνεμος.
ΑΠΟΧΕΣ: Στενή λουρίδα του βυθού συνήθως παράλληλη με την παραλία. Υπάρχουν πολλές φωλιές ψαριών και προσφέρονται για ψάρεμα
ΑΠΟΧΗ: Μικρό φορητό δίχτυ.
ΑΡΑΞΙΑ: Το ρίξιμο της άγκυρας.
ΑΡΑΞΟΒΟΛΙ: Μέρος ήσυχο κοντά στη στεριά για να αγκυροβολήσει πλοίο.
ΑΡΙΒΑΡΩ: Καταπλέω, φτάνω.
ΑΡΜΕΝΙΖΩ: Πλέω με ανοικτά πανιά.
ΑΡΜΗ: Το νερό της θάλασσας.
ΑΡΜΠΟΥΡΟ: Το κατάρτι του πλοίου.
ΑΡΟΔΟΥ: Η κίνηση του σκάφους μόνο με τη δύναμη του αέρα.
ΑΦΕΓΓΟΣ: Ο ουρανός τη νύχτα χωρίς άστρα.

Β

ΒΕΝΘΟΣ: Ο βυθός της θάλασσας.
ΒΕΡΙΝΑ: Συστροφή σχοινιού ή καδένας
ΒΙΡΑ: Τράβα, σήκωσε.
ΒΙΡΑΡΙΣΜΑ; Σήκωμα της άγκυρας.
ΒΙΣΤΑΛΟΓΚΑ: Το αλιευτικό γυαλί.
ΒΟΓΑ: Σπρώξε
ΒΟΛΙΣΜΑ: Μέτρηση του βάθους της θάλασσας με διαβαθμισμένο σχοινί που φέρει βαρίδι.
ΒΡΕΧΟΥΜΕΝΑ: Τα μέρη του σκάφους κάτω από την ίσαλο γραμμή.
ΒΟΡΡΑΣ (αληθής): Η κατεύθυνση του γεωγραφικού βορρά.
ΒΟΡΡΑΣ (μαγνητικός): Η κατεύθυνση του μαγνητικού βορρά.
ΒΟΡΡΑΣ (πυξίδας): Ο βορράς που δείχνει η μαγνητική πυξίδα.
ΒΥΘΟΜΕΤΡΟ: Ηλεκτρονική συσκευή που μετρά το βάθος του βυθού.

Γ

ΓΑΡΛΙΝΟ: Σκοινί για να ανεβοκατεβάζουν την άγκυρα.
ΓΑΦΑ: Γάντζος για να συγκρατεί την άγκυρα.
ΓΑΣΤΡΑ: Το υποθαλάσσιο μέρος του σκάφους. Συνηθίζεται για όλο το σύνολο του σκαριού εκτός καταστρώματος και αρματωσιάς.
ΓΕΜΟΣ: Το φορτίο τoυ πλοίου.
ΓΕΔΕΚΙ: Το ρυμουλκούμενο σκάφος.
ΓΙΑΛΟΥΣΗΣ: Ο εργαζόμενος στην ακροθαλασσιά.
ΓΙΑΛΩΝΩ: Πλησιάζω στην στεριά.
ΓΟΛΕΤΑ: Πλοίο με δύο κατάρτια.
ΓΟΥΛΙΑΣΜΑ / ΣΒΟΥΡΙΣΜΑ: Το τρίψιμο για να μαλακώσει το χταπόδι.
ΓΡΑΜΜΗ ΘΕΣΗΣ: Είναι μια γραμμή πάνω στην οποία είναι το σκάφος μας.
ΓΡΙ-ΓΡΙ: Ψαροκάικο με πυροφάνι.
ΓΡΥΠΑΡΗΣ: Αυτός που ψαρεύει με γρύπο.

Δ

ΔΕΣΤΡΑ: Σίδερο στη προκυμαία για να δένουν τα σκάφη.
ΔΕΥΤΕΡΟΠΡΥΜΑ: Η κατεύθυνση από την κεντρική γραμμή του σκάφους.
ΔΙΑΒΑΘΡΑ: Σανίδα για να επικοινωνεί το σκάφος με τη στεριά.
ΔΙΑΚΙ: Η λαβή του πηδαλίου.
ΔΙΑΡΜΑ: Η απόσταση μεταξύ δύο στιγμάτων στην θάλασσα.
ΔΙΑΥΛΟΣ: Στενό που συνδέει δύο θάλασσες.
ΔΙΓΟΦΙ: Εργαλείο για να ξεκολλούν τα όστρακα από το βυθό.
ΔΙΝΗ: Η περιστροφική κίνηση του νερού.
ΔΙΟΠΤΕΥΣΗ: Η γωνία που σχηματίζει η διεύθυνση ενός σημείου με την διεύθυνση του βορρά.
ΔΡΟΛΑΠΑΣ: Δυνατός αέρας με βροχή.
ΔΡΟΜΟΜΕΤΡΟ: Συσκευή μέτρησης της ταχύτητας του σκάφους ως προς την θάλασσα.

Ε

ΕΙΣΠΛΕΩ: Μπαίνω σε κάποιο λιμάνι.
ΕΚΠΤΩΣΗ: Η απομάκρυνση από το επιθυμητό ίχνος / πορεία λόγω ανέμου ή ρεύματος.
ΕΚΤΑΜΑ: Το μήκος της αλυσίδα και του σχοινιού όταν υπάρχει από το σκάφος μέχρι την άγκυρα.
ΕΜΠΑΤΗ: Η είσοδος του πλοίου σε λιμάνι.
ΕΝΑΛΙΟΣ: Αυτός που ανήκει στη θάλασσα.
ΕΞΑΛΑ: Τα μέρη του σκάφους που είναι πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
ΕΞΑΝΤΑΣ: Όργανο που προσδιορίζει το στίγμα.
ΕΞΟΚΕΙΛΩ: Πέφτω στη στεριά.
ΕΠΙΝΕΙΟ: Μικρό λιμάνι ή όρμος.
ΕΡΜΑ: Βάρος στα αμπάρια για την ευστάθεια του πλοίου.
ΕΧΜΑΖΩ: Μποτζάρω.

Θ

ΘΑΛΑΜΙ: Φωλιά
ΘΑΛΑΣΣΟΛΥΚΟΣ: Ο παλιός και έμπειρος ναυτικός

Ι

ΙΣΑΛΟΣ: Το μέρος του σκάφους που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της Θάλασσας

Κ

ΚΑΒΑΤΖΑΡΙΣΜΑ: Η παράκαμψη
ΚΑΒΟΣ: Χοντρό σχοινί πλοίου. Ακρωτήριο.
ΚΑΛΑΡΩ: Ρίχνω τα δίχτυα στη Θάλασσα.
ΚΑΜΠΑΝΕΛΙ: Στύλος που δένονται τα σχοινιά του σκάφους.
ΚΑΠΟΝΙ: Επωτίδα.
ΚΟΡΑΚΙ: Το πάνω μέρος του πλωριού ποδοστάματος ( ψείρα )
ΚΑΡΓΑΡΙΣΜΑ: Σφίξιμο σχοινιών.
ΚΑΡΝΑΓΙΟ: Μικρό ναυπηγείο για επισκευές.
ΚΑΤΑΠΛΕΩ: Έρχομαι από το πέλαγος στο λιμάνι.
ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ : Το δάπεδο που καλύπτει εξωτερικά το σκαρί κάθε πλοίου.
ΚΑΤΑΦΑΝΕΣ (σημείο): Ενα σημείο που είναι ευδιάκριτο στην στεριά και είναι καταχωρημένο στον χάρτη.
ΚΟΜΒΟΣ: Μονάδα ταχύτητας, ένα ναυτικό μίλι την ώρα.
ΚΟΤΣΑΡΩ: Φέρνω το σκάφος κοντά σε κάποιο σημείο (Κοτσάρω το τρέιλερ στον κοτσαδόρο).
ΚΟΥΒΕΡΤΑ: Το επάνω μέρος του πλοίου.
ΚΟΥΜΠΑΣΟΣ: Διαβήτης μέτρησης αποστάσεων στον χάρτη.
ΚΟΥΠΑΣΤΑΡΙΣΜΑ: Μεγάλη σταθερή κλήση του σκάφους.

Λ

ΛΑΣΚΑ: Χαλαρά.
ΛΑΣΚΑΡΩ: Χαλαρώνω το τέντωμα σχοινιού.
ΛΙΜΕΝΟΔΕΙΚΤΗΣ: Χάρτης μεγάλης κλίμακας που περιέχει λεπτομέρειες λιμένος ή όρμου.
ΛΙΜΙΩΝΑΣ: Το λιμάνι.

Μ

MAΪNA: Πρόσταγμα που σημαίνει χαλάρωσε.
ΜΑΛΑΓΡΑ: Φαγητό που ρίχνουν οι ψαράδες για να προσελκύουν τα ψάρια
ΜΑΝΟΥΒΡΑ: Ο χειρισμός του σκάφους όταν χρειάζεται να αποφύγει η να προσεγγίσει κάτι.
ΜΑΣΚΑ: Τμήματα των πρόσθιων πλευρών ( πρόσοψης ) του πλοίου
ΜΕΤΖΑΒΟΛΤΑ: Το μπλέξιμο των αγκύρων.
ΜΟΛΑ ή ΑΜΟΛΑ: Άφησε, ελευθέρωσε.
ΜΟΛΟΣ: Τεχνητός προβλήτας για την πρόσδεση σκαφών.
ΜΟΥΡΑΓΙΟ: Το λιμάνι.
ΜΟΥΤΣΟΣ: Ο δόκιμος ναύτης.
ΜΠΟΣΙΚΑ: Χαλαρά, όχι καλά σφιγμένο.
ΜΠΟΥΝΤΕΛΙ: Βασικό σημείο στήριξης, τοποθετημένο μεταξύ των καταστρωμάτων και, κατ’ επέκταση, το εσωτερικό ύψος τους πλοίου, τους μετριέται κάθετα από το ανώτερο στρώμα τους καρίνας έως το χαμηλότερο ζυγό τους μαΐστρας.
ΜΠΟΥΡΙΝΙ: Ξαφνική επιδείνωση του καιρού.
ΜΠΟΦΟΡ: Εμπειρική κλίμακα μετρήσης έντασης ανέμου που καθιερώθηκε από τον Ναύαρχο SirFrancisBeaufortτο 1805.
ΜΥΧΟΣ: Το πιο βαθύ σημείο ενός λιμανιού ή κόλπου.
ΜΩΛΟΣ: Τεχνητός προβλήτας για την πρόσδεση σκαφών.

Ν

ΝΑΥΔΕΤΟΝ: Τσαμαδούρα για πρόσδεση σκαφών.
ΝΑΥΛΟΣ: Aντiτιμο για την μεταφορά φορτίου ή ανθρώπων.
ΝΕΤΑ: Τκτοποιημένα.
ΝΕΤΑΡΩ: Ισιώνω το σχοινί, το παραγάδι, ευπρεπίζω, τακτοποιώ, ξεμπερδεύω.
ΝΕΩΡΙΟ: Μέρος που κατασκευάζονται σκάφη.
ΝΤΟΚΟΣ: Μέρος που δένουν πολλά πλοία στο λιμάνι.

Ξ

ΞΑΝΕΜΙΑ: Μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας.
ΞΑΡΤΙ: Καθένα από τα πλευρικά σχοινιά τα οποία χρησιμοποιούνται για την στήριξη του καταρτιού στο πλοίο.
ΞΕΜΠΟΤΣΑΡΩ: Αφήνω ελεύθερο κάτι που έχει δεθεί στο σκάφος.
ΞΕΝΕΡΙΣΜΑ: Όταν βγαίνει η προπέλα του σκάφους από το νερό.
ΞΕΠΕΣΟΥΡΑ: Εκπτωση.
ΞΕΡΑ: Βράχος στη μέση της Θάλασσας που φαίνεται δύσκολα.
ΞΕΡΕΣ: Έχει μόνο βράχια ακανόνιστα και μεγάλα ανοίγματα

Ο

ΟΙΑΚΙΟ: Μικρό πηδάλιο σκάφους.
ΟΡΜΙΣΚΟΣ: Το μικρό λιμάνι.
ΟΡΜΙΖΩ: Αράζω το πλοίο
ΟΡΜΟΣ: Μέρος για αγκυροβόλιο.
ΟΡΤΣΑ: Παράγγελμα. Προς το ρεύμα (κόντρα) του ανέμου.
ΟΣΤΡΙΑ: Νότιος άνεμος.

Π

ΠΑΓΚΟΙ: Ο βυθός με μικρά βουναλάκια.
ΠΑΛΑΜΑΡΙ: Χοντρό σχοινί που δένουμε το σκάφος.
ΠΑΠΑΖΙ: Σφουγγαρόπανο.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ (πυξίδας): Hγωνία που εκτρέπεται η μαγνητική πυξίδα από τον γεωγραφικό βορρά.
ΠΑΡΑΛΛΑΞΗ: Η θέση ενός σκάφους ως προς καταφανές σημείο, όταν η σχετική διόπτευση του σημείου αυτού είναι στο εγκάρσιο του σκάφους.
ΠΑΡΑΜΑΛΛΟ: Η κάθε πετονιά με αγκίστρι, από το παραγάδι.
ΠΑΡΕΚΤΡΟΠΗ (πυξίδας): Η γωνία εκτροπής της μαγνητικής πυξίδας από τον μαγνητικό βορρά λόγω μαγνητικών πεδίων.
ΠΕΛΑΓΟΔΡΟΜΩ: Ταξιδεύω στο πέλαγος.
ΠΕΝΤΕΝΙ: Σχοινί πρόσδεσης που περνά από την δέστρα του προβλήτα και επιστρέφει στο σκάφος.
ΠΡΥΜΝΑ: Το πίσω μέρος του σκάφους, εκεί όπου βρίσκεται το πηδάλιο.
ΠΕΡΙΤΡΟΧΟ: Το σχοινί με κόμπους για το σήκωμα της άγκυρας.
ΠΛΑΓΙΟΔΡΟΜΙΑ: Η πλεύση με τον άνεμο πλάι στο σκάφος.
ΠΛΕΥΣΗ: Η πορεία του σκάφους. Συνήθως περιγραφικά, όχι σε μοίρες. Π.χ. όρτσα
ΠΛΕΥΡΙΣΜΑ: Το πλησίασμα του σκάφους στη προκυμαία / ντόκο.
ΠΛΩΡΗ: Το μπροστινό μέρος του πλοίου.
ΠΟΔΙΣΜΑ: Η αλλαγή στην πλεύση του πλοίου.
ΠΟΔΟΤΗΣ: Ο τιμονιέρης, ο λοστρόμος.
ΠΟΝΤΖΑ: Παράγγελμα που σημαίνει Πήγαινε, πόδισε.
ΠΟΝΤΙΖΩ: Ρίχνω την άγκυρα.
ΠΟΡΤΟ: Λιμάνι.
ΠΡΙΜΑ: Το ταξίδι με ούριο άνεμο.
ΠΡΟΒΛΗΤΑ: Η φυσική ή τεχνητή προεξοχή στη θάλασσα.
ΠΡΟΣΑΡΑΞΗ: Όταν κολλήσει το πλοίο στο βυθό.
ΠΡΟΣΩ: Διαταγή εκκίνησης προς τα εμπρός
ΠΡΩΡΑ: Στην πλώρη
ΠΡΥΜΑΤΣΑ: Σχοινιά της πρύμνης

Ρ

ΡΑΔΑ: Αγκυροβόλιο σε ανοιχτό μέρος.
ΡΕΜΕΝΤΖΟ: Χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για το δέσιμο του σκάφους.
ΡΟΤΑ: Η κατεύθυνση του πλοίου όταν ταξιδεύει.

Σ

ΣΑΛΑΜΟΥΡΑ: Νερό με μεγάλη ποσότητα αλατιού για τη διατήρηση ψαριών.
ΣΑΜΠΑΝΙ: Ιμάντας, σχοινί για την ανύψωση βάρους.
ΣΕΝΤΙΝΑ : Εσωτερικό κάτω μέρος του καραβιού, όπου συνήθως τοποθετείται η σαβούρα και συγκεντρώνονται τα βρόμικα νερά.
ΣΚΑΝΤΖΑ: Αλλαγή.
ΣΚΑΤΖΑΡΩ: Μπαίνω στη θέση κάποιου άλλου.
ΣΚΑΡΜΟΣ : Καβίλια, κατά κανόνα από ξύλο, στερεωμένη πάνω στην αρμαδούρα του πλοίου ή την κουπαστή βάρκας , και η οποία, βοηθά στο δέσιμο σχοινιών ή την κοπηλασία
ΣΚΟΠΕΛΟΣ: Ο βράχος που εξέχει λίγο από την επιφάνεια της Θάλασσας.
ΣΟΦΡΑΝΟ: Η πλευρά από όπου φυσάει ο άνεμος.
ΣΤΙΓΜΑ: Ακριβής γεωγραφική θέση
ΣΤΡΑΛΙΑ : Tα σχοινιά (ή τα συρματόσχοινα) που στερεώνουν τους ιστούς κάθε ιστό του πλοίου από την πλώρη.

Τ

ΤΑΜΠΟΥΚΙ : Μικρή υπερκατασκευή (καταστρώματος) για την κάλυψη των εξόδων από τις σκάλες που οδηγούσαν από τα κατώτερα επίπεδα στο άνω κατάστρωμα .
ΤΙΜΟΝΕΜΑ: Ο χειρισμός του πηδαλίου ενός σκάφους.
ΤΡΑΒΕΡΣΟ: Όταν το σκάφος χτυπιέται στα πλάγια από τα κύματα.
ΤΡΑΓΑΝΕΣ: Είναι οι σχετικά ομαλοί βυθοί, που έχουν μόνο άμμο και πέτρες.
ΤΡΟΚΑΔΕΣ: Μοιάζουν με τις τραγάνες αλλά ο βυθός τους είναι σκεπασμένος με μεγάλες πέτρες.
ΤΣΑΜΑΔΟΥΡΑ; Συμαντήρας, επιπλέουσα, αλλά αγκυροβολημένη κατασκευή για επισήμανση ή πρόσδεση.

Υ

ΥΦΑΛΑ: Τα μέρη του σκάφους που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της Θάλασσας.
ΥΦΑΛΟΣ: Ο βράχος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
ΥΦΑΛΑ: Το βυθισμένο μέρος του σκάφους κάθε πλοίου.

Φ

ΦΑΝΑΡΙ: Φάρος, πλοικά φώτα σκάφους.
ΦΕΡΜΑ: Τέντωσε
ΦΛΑΜΠΟΥΡΟ: Σημαία που χρησιμοποιούν τα σκάφη.
ΦΛΟΚΟΣ: Τριγωνικό πανί τοποθετημένο μεταξύ του πλωριού καταρτιού και του μπομπρέσου, ακροδεμένο σε έναν στάντζο.
ΦΟΥΝΤΑΡΙΣΜΑ: Το ρίξιμο της άγκυρας.
ΦΡΕΣΚΑΡΙΣΜΑ: Επιδείνωση ανέμου ή κυματισμού
ΦΥΚΙΑΔΕΣ: Οι βυθοί με άμμο που σκεπάζονται από φύκια.

Χ

ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ: Μανούβρα

Ψ

ΨΑΘΑ : Είδος ιστιοφορίας
ΨΑΡΟΤΟΠΟΣ: Μέρος με πολλά ψάρια.