Χάραξη Πορείας

Για να χαράξουμε την πορεία μας πρέπει να γνωρίζουμε τα εξείς:

  • Tο σημείο αναχώρησης
  • Tο σημείο προορισμού

Χωρίς το ένα από αυτά είναι αδύνατον να χαράξουμε πορεία.

Χρειαζόμαστε επίσης ναυτικό χάρτη που θα περιλαμβάνει τα δύο προαναφερθέντα σημεία, ένα διπαράλληλο και ένα κουμπάσο. Ο χάρτης μας θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερης κλίμακας,

Απλώνουμε τον ναυτικό χάρτη και σημειώνουμε πάνω σ’ αυτόν το σημείο αναχώρησης A και το σημείο προορισμού Β. Ενώνουμε τα δύο αυτά σημεία με μια ευθεία γραμμή (χρησιμοποιώντας τον διπαράλληλο) που τη σημειώνουμε πάνω στον χάρτη με μαλακό μολύβι.

Αυτή η γραμμή είναι λοιπόν η πορεία πάνω στην οποία πρέπει να κινηθούμε. Η πορεία πρέπει να προσδιορισθεί. Πρέπει δηλαδή να ορίστεί η κατεύθυνση και η απόστασή της. Αυτά τα στοιχεία θα τα αναγράψουμε πάνω σ’ αυτή τη γραμμή. Η μεν κατεύθυνση θα αναφερθεί σε μοίρες, το δε απόσταση σε ναυτικά μίλια.

Ακουμπάμε τη μία πλευρά του διπαράλληλου πάνω στη γραμμή της πορείας μας και μεταφέρουμε με τον διπαράλληλο τη γραμμή αυτή πάνω στο ανεμολόγιο περνόντας από το κέντρο του. Στο σημείο που αυτή η παράλληλη γραμμή συναντά την περιφέρεια του ανεμολογίου διαβάζουμε την πορεία μας σε μοίρες. Αυτή είναι η πορείας μας πάνω στον χάρτη και θα είναι οι μοίρες που θα δείχνει η πυξίδα μας κατά τη διάρκεια του πλου. Η ένδειξη στο ανεμολόγιο από το κέντρο προς την περιφέρεια πρέπει να έχει την ίδια φορά με την κατεύθυνση της πορείας μας.

Η πυξίδα μας στο σκάφος είναι μαγνητική. Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να τοποθετηθεί κατά την εγκατάσταση της μακριά από μαγνητικά πεδία ή μεταλλικά αντικείμενα που μπορεί να επηρεάσουν την λειτουργία της και η γραμμή του σταθερού μέρους της πυξίδας να είναι παράλληλη με τον άξονα του σκάφους χωρίς να είναι απαραίτητο να βρίσκεται πάνω σ’ αυτόν και πάντα σε σημείο που να είναι εύκολη η συνεχής ανάγνωση της.

Μέχρι εδώ προσδιορίσαμε την κατεύθυνση της πορείας μας. Τώρα θα υπολογίσουμε και την απόσταση την οποία θα αναγράψουμε στη γραμμή της πορείας μας πάνω στον χάρτη.

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι η κλίμακα δεξιά ή αριστερά στον χάρτη μας αποτελεί τους ακραίους μεσημβρινούς. Στους μεσημβρινούς αυτούς μετράμε μοίρες ή πρώτα λεπτά. Γνωρίζοντας ότι κάθε ένα πρώτο λεπτό ισούται με ένα ναυτικό μίλι στην κλίμακα πλάτους, βλέπουμε πόσα ναυτικά μίλια είναι η πορεία μας, ή το τμήμα της πορείας που έχουμε μετρήσει με το κουμπάσο.

Παίρνουμε τον κουμπάσο και τον ανοίγουμε, ώστε να καλύψει στην κλίμακα δεξιά ή αριστερά στον χάρτη μας μιά απόσταση π.χ. 5 μίλια. Χρησιμοποιώντας αυτό το άνοιγμα του κομπάσου, μετράμε όλο το μήκος της πορείας μας. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν χωρίζουμε την γραμμή σε τμήματα. Το μήκος της γραμμής της πορείας μας ή ενός τμήματος αυτής ορίζεται με τη βοήθεια του κουμπάσου, π.χ. τρία μήκη του ανοίγματος του κομπάσου αντιστοιχούν σε 15 μίλια.

Η ένδειξη από την κλίμακα πλάτους πρέπει να παίρνεται περίπου στο ύψος που βρίσκεται και η πορεία μας γιατί η κλίμακα πλάτους αυξάνει όσο αυξάνει η απόσταση ενός τόπου από τον ισημερινό. Αν δηλαδή π.χ. πάρουμε μία απόσταση στην περιοχή της Ρόδου και τη μεταφέρουμε στην κλίμακα πλάτους στο ύψος της Λήμνου, η ένδειξη δεν θα είναι ακριβής. Βέβαια η διαφορά στην μέτρηση θα είναι μικρή, δεν παύει όμως να υπάρχει λάθος το οποίο αυξάνει όσο απομακρινόμαστε από την θέση του στίγματος.